μπορώ

- conjugation of the verb μπορώ in Modern Greek

Dictionary form μπορώ







Present
Singular
1 μπορώ
2 μπορείς
3 μπορεί
Plural
1 μπορούμε
2 μπορείτε
3 μπορούν

Imperfect
Singular
1 μπορούσα
2 μπορούσες
3 μπορούσε
Plural
1 μπορούσαμε
2 μπορούσατε
3 μπορούσαν

Aorist
Singular
1 μπόρεσα
2 μπόρεσες
3 μπόρεσε
Plural
1 μπορέσαμε
2 μπορέσατε
3 μπόρεσαν

Future
Singular
1 θα μπορέσω
2 θα μπορέσεις
3 θα μπορέσει
Plural
1 θα μπορέσουμε
2 θα μπορέσειτε
3 θα μπορέσουν

Perfective imperative
Singular
2 μπόρεσε
Plural
2 μπορέστε


List of Modern Greek verbs