μαγειρεύω

- conjugation of the verb μαγειρεύω in Modern Greek

Dictionary form μαγειρεύω








Present
Singular
1 μαγειρεύω
2 μαγειρεύεις
3 μαγειρεύει
Plural
1 μαγειρεύουμε
2 μαγειρεύετε
3 μαγειρεύουν

Imperfect
Singular
1 μαγείρευα
2 μαγείρευες
3 μαγείρευε
Plural
1 μαγειρεύαμε
2 μαγειρεύατε
3 μαγείρευαν

Aorist
Singular
1 μαγείρεψα
2 μαγείρεψες
3 μαγείρεψε
Plural
1 μαγειρέψαμε
2 μαγειρέψατε
3 μαγείρεψαν

Future
Singular
1 θα μαγειρέψω
2 θα μαγειρέψεις
3 θα μαγειρέψει
Plural
1 θα μαγειρέψουμε
2 θα μαγειρέψειτε
3 θα μαγειρέψουν

Imperative
Singular
2 μαγείρευε
Plural
2 μαγειρεύετε

Perfective imperative
Singular
2 μαγείρεψε
Plural
2 μαγειρέψτε


List of Modern Greek verbs