μένω

- conjugation of the verb μένω in Modern Greek

Dictionary form μένω








Present
Singular
1 μένω
2 μένεις
3 μένει
Plural
1 μένουμε
2 μένετε
3 μένουν

Imperfect
Singular
1 έμενα
2 έμενες
3 έμενε
Plural
1 μέναμε
2 μένατε
3 έμεναν

Aorist
Singular
1 έμεινα
2 έμεινες
3 έμεινε
Plural
1 μείναμε
2 μείνατε
3 έμειναν

Future
Singular
1 θα μείνω
2 θα μείνεις
3 θα μείνει
Plural
1 θα μείνουμε
2 θα μείνειτε
3 θα μείνουν

Imperative
Singular
2 μένε
Plural
2 μένετε

Perfective imperative
Singular
2 μείνε
Plural
2 μείντε


List of Modern Greek verbs