κοιμάμαι

- conjugation of the verb κοιμάμαι in Modern Greek

Dictionary form κοιμάμαι







Present
Singular
1 κοιμάμαι
2 κοιμάσαι
3 κοιμάται
Plural
1 κοιμόμαστε
2 κοιμάστε
3 κοιμάνται

Imperfect
Singular
1 κοιμόμουν
2 κοιμόσουν
3 κοιμόταν
Plural
1 κοιμόμασταν
2 κοιμόσασταν
3 κοιμόνταν

Aorist
Singular
1 κοιμήθηκα
2 κοιμήθηκες
3 κοιμήθηκε
Plural
1 κοιμηθήκαμε
2 κοιμηθήκατε
3 κοιμήθηκαν

Future
Singular
1 θα κοιμηθώ
2 θα κοιμηθείς
3 θα κοιμηθεί
Plural
1 θα κοιμηθούμε
2 θα κοιμηθείτε
3 θα κοιμηθούν

Perfective imperative
Singular
2 κοιμήσου
Plural
2 κοιμηθήκατε


List of Modern Greek verbs