καταλαβαίνω

- conjugation of the verb καταλαβαίνω in Modern Greek

Dictionary form καταλαβαίνω








Present
Singular
1 καταλαβαίνω
2 καταλαβαίνεις
3 καταλαβαίνει
Plural
1 καταλαβαίνουμε
2 καταλαβαίνετε
3 καταλαβαίνουν

Imperfect
Singular
1 καταλάβαινα
2 καταλάβαινες
3 καταλάβαινε
Plural
1 καταλαβαίναμε
2 καταλαβαίνατε
3 καταλάβαιναν

Aorist
Singular
1 κατάλαβα
2 κατάλαβες
3 κατάλαβε
Plural
1 καταλάβαμε
2 καταλάβατε
3 κατάλαβαν

Future
Singular
1 θα καταλάβω
2 θα καταλάβεις
3 θα καταλάβει
Plural
1 θα καταλάβουμε
2 θα καταλάβειτε
3 θα καταλάβουν

Imperative
Singular
2 καταλάβαινε
Plural
2 καταλαβαίνετε

Perfective imperative
Singular
2 κατάλαβε
Plural
2 καταλάβτε


List of Modern Greek verbs