δουλεύω

- conjugation of the verb δουλεύω in Modern Greek

Dictionary form δουλεύω








Present
Singular
1 δουλεύω
2 δουλεύεις
3 δουλεύει
Plural
1 δουλεύουμε
2 δουλεύετε
3 δουλεύουν

Imperfect
Singular
1 δούλευα
2 δούλευες
3 δούλευε
Plural
1 δουλεύαμε
2 δουλεύατε
3 δούλευαν

Aorist
Singular
1 δούλεψα
2 δούλεψες
3 δούλεψε
Plural
1 δουλέψαμε
2 δουλέψατε
3 δούλεψαν

Future
Singular
1 θα δουλέψω
2 θα δουλέψεις
3 θα δουλέψει
Plural
1 θα δουλέψουμε
2 θα δουλέψειτε
3 θα δουλέψουν

Imperative
Singular
2 δούλευε
Plural
2 δουλεύετε

Perfective imperative
Singular
2 δούλεψε
Plural
2 δουλέψτε


List of Modern Greek verbs