Present | |
Singular 1 δουλεύω2 δουλεύεις3 δουλεύει | Plural1 δουλεύουμε2 δουλεύετε3 δουλεύουν |
Imperfect | Singular 1 δούλευα2 δούλευες3 δούλευε | Plural1 δουλεύαμε2 δουλεύατε3 δούλευαν |
Aorist | Singular 1 δούλεψα2 δούλεψες3 δούλεψε | Plural1 δουλέψαμε2 δουλέψατε3 δούλεψαν |
Future | Singular 1 θα δουλέψω2 θα δουλέψεις3 θα δουλέψει | Plural1 θα δουλέψουμε2 θα δουλέψειτε3 θα δουλέψουν |
Imperative | Singular 2 δούλευε | Plural2 δουλεύετε |
Perfective imperative | Singular 2 δούλεψε | Plural2 δουλέψτε |