γίνομαι

- conjugation of the verb γίνομαι in Modern Greek

Dictionary form γίνομαι







Present
Singular
1 γίνομαι
2 γίνεσαι
3 γίνεται
Plural
1 γινόμαστε
2 γίνεστε
3 γίνονται

Imperfect
Singular
1 γινόμουν
2 γινόσουν
3 γινόταν
Plural
1 γινόμασταν
2 γινόσασταν
3 γίνονταν

Aorist
Singular
1 έγινα
2 έγινες
3 έγινε
Plural
1 γίναμε
2 γίνατε
3 έγιναν

Future
Singular
1 θα γίνω
2 θα γίνεις
3 θα γίνει
Plural
1 θα γίνουμε
2 θα γίνειτε
3 θα γίνουν

Perfective imperative
Singular
2 γίνε
Plural
2 γίνε


List of Modern Greek verbs