Present | |
Singular 1 ὀνομάζω2 ὀνομάζεις3 ὀνομάζει | Plural1 ὀνομάζομεν2 ὀνομάζετε3 ὀνομάζουσι |
Imperfect | Singular 1 ὠνόμαζον2 ὠνόμαζες3 ὠνόμαζε | Plural1 ὠνομάζομεν2 ὠνομάζετε3 ὠνόμαζον |
Subjunctive | Singular 1 ὀνομάζω2 ὀνομάζῃς3 ὀνομάζῃ | Plural1 ὀνομάζωμεν2 ὀνομάζητε3 ὀνομάζωσι |
Optative | Singular 1 ὀνομάζοιμι2 ὀνομάζοις3 ὀνομάζοι | Plural1 ὀνομάζοιμεν2 ὀνομάζοιτε3 ὀνομάζοιεν |
Imperative | Singular 2 ὀνόμαζε3 ὀνομαζέτω | Plural2 ὀνομάζετε3 ὀνομαζόντων |
Future | Singular 1 ὀνομάσω2 ὀνομάσεις3 ὀνομάσει | Plural1 ὀνομάσομεν2 ὀνομάσετε3 ὀνομάσουσι |
Aorist | Singular 1 ὠνόμασα2 ὠνόμασας3 ὠνόμασεν | Plural1 ὠνομάσαμεν2 ὠνομάσατε3 ὠνόμασαν |
Aorist subjunctive | Singular 1 ὀνομάσω2 ὀνομάσῃς3 ὀνομάσῃ | Plural1 ὀνομάσωμεν2 ὀνομάσητε3 ὀνομάσωσι |
Perfectum | Singular 1 ὠνόμακα2 ὠνόμακας3 ὠνόμακεν | Plural1 ὠνομάκαμεν2 ὠνομάκατε3 ὠνομάκασι |
Pluperfect | Singular 1 ὠνομάκειν2 ὠνομάκεις3 ὠνομάκει | Plural1 ὠνομάκεμεν2 ὠνομάκετε3 ὠνομάκεσαν |
Future optative | Singular 1 ὀνομάσοιμι2 ὀνομάσοις3 ὀνομάσοι | Plural1 ὀνομάσοιμεν2 ὀνομάσοιτε3 ὀνομάσοιεν |
Aorist optative | Singular 1 ὀνομάσαιμι2 ὀνομάσαις3 ὀνομάσαι | Plural1 ὀνομάσαιμεν2 ὀνομάσαιτε3 ὀνομάσαιεν |
Perfect subjunctive | Singular 1 ὠνομάκω2 ὠνομάκῃς3 ὠνομάκῃ | Plural1 ὠνομάκωμεν2 ὠνομάκητε3 ὠνομάκωσι |
Perfect optative | Singular 1 ὠνομάκοιμι2 ὠνομάκοις3 ὠνομάκοι | Plural1 ὠνομάκοιμεν2 ὠνομάκοιτε3 ὠνομάκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: ὀνομάζεινFuture infinitive: ὀνομάσεινAorist infinitive: ὀνομάσαιPerfect infinitive: ὠνομακέναι
Participles:Present participle: ὀνομάζωνFuture participle: ὀνομάσωνAorist participle: ὀνομάσαςPerfect participle: ὠνομακώς