ὀνειδίζω

- conjugation of the verb ὀνειδίζω in Ancient Greek

Main form ὀνειδίζω
















Present
Singular
1 ὀνειδίζω
2 ὀνειδίζεις
3 ὀνειδίζει
Plural
1 ὀνειδίζομεν
2 ὀνειδίζετε
3 ὀνειδίζουσι

Imperfect
Singular
1 ὠνείδιζον
2 ὠνείδιζες
3 ὠνείδιζε
Plural
1 ὠνειδίζομεν
2 ὠνειδίζετε
3 ὠνείδιζον

Subjunctive
Singular
1 ὀνειδίζω
2 ὀνειδίζῃς
3 ὀνειδίζῃ
Plural
1 ὀνειδίζωμεν
2 ὀνειδίζητε
3 ὀνειδίζωσι

Optative
Singular
1 ὀνειδίζοιμι
2 ὀνειδίζοις
3 ὀνειδίζοι
Plural
1 ὀνειδίζοιμεν
2 ὀνειδίζοιτε
3 ὀνειδίζοιεν

Imperative
Singular
2 ὀνείδιζε
3 ὀνειδιζέτω
Plural
2 ὀνειδίζετε
3 ὀνειδιζόντων

Future
Singular
1 ὀνειδίσω
2 ὀνειδίσεις
3 ὀνειδίσει
Plural
1 ὀνειδίσομεν
2 ὀνειδίσετε
3 ὀνειδίσουσι

Aorist
Singular
1 ὠνείδισα
2 ὠνείδισας
3 ὠνείδισεν
Plural
1 ὠνειδίσαμεν
2 ὠνειδίσατε
3 ὠνείδισαν

Aorist subjunctive
Singular
1 ὀνειδίσω
2 ὀνειδίσῃς
3 ὀνειδίσῃ
Plural
1 ὀνειδίσωμεν
2 ὀνειδίσητε
3 ὀνειδίσωσι

Perfectum
Singular
1 ὠνείδικα
2 ὠνείδικας
3 ὠνείδικεν
Plural
1 ὠνειδίκαμεν
2 ὠνειδίκατε
3 ὠνειδίκασι

Pluperfect
Singular
1 ὠνειδίκειν
2 ὠνειδίκεις
3 ὠνειδίκει
Plural
1 ὠνειδίκεμεν
2 ὠνειδίκετε
3 ὠνειδίκεσαν

Future optative
Singular
1 ὀνειδίσοιμι
2 ὀνειδίσοις
3 ὀνειδίσοι
Plural
1 ὀνειδίσοιμεν
2 ὀνειδίσοιτε
3 ὀνειδίσοιεν

Aorist optative
Singular
1 ὀνειδίσαιμι
2 ὀνειδίσαις
3 ὀνειδίσαι
Plural
1 ὀνειδίσαιμεν
2 ὀνειδίσαιτε
3 ὀνειδίσαιεν

Perfect subjunctive
Singular
1 ὠνειδίκω
2 ὠνειδίκῃς
3 ὠνειδίκῃ
Plural
1 ὠνειδίκωμεν
2 ὠνειδίκητε
3 ὠνειδίκωσι

Perfect optative
Singular
1 ὠνειδίκοιμι
2 ὠνειδίκοις
3 ὠνειδίκοι
Plural
1 ὠνειδίκοιμεν
2 ὠνειδίκοιτε
3 ὠνειδίκοιεν

Infinitives:
Present infinitive: ὀνειδίζειν
Future infinitive: ὀνειδίσειν
Aorist infinitive:  ὀνειδίσαι
Perfect infinitive: ὠνειδικέναι

Participles:
Present participle: ὀνειδίζων
Future participle: ὀνειδίσων
Aorist participle:  ὀνειδίσας
Perfect participle: ὠνειδικώς

List of Ancient Greek verbs