Present | |
Singular 1 ὀνειδίζω2 ὀνειδίζεις3 ὀνειδίζει | Plural1 ὀνειδίζομεν2 ὀνειδίζετε3 ὀνειδίζουσι |
Imperfect | Singular 1 ὠνείδιζον2 ὠνείδιζες3 ὠνείδιζε | Plural1 ὠνειδίζομεν2 ὠνειδίζετε3 ὠνείδιζον |
Subjunctive | Singular 1 ὀνειδίζω2 ὀνειδίζῃς3 ὀνειδίζῃ | Plural1 ὀνειδίζωμεν2 ὀνειδίζητε3 ὀνειδίζωσι |
Optative | Singular 1 ὀνειδίζοιμι2 ὀνειδίζοις3 ὀνειδίζοι | Plural1 ὀνειδίζοιμεν2 ὀνειδίζοιτε3 ὀνειδίζοιεν |
Imperative | Singular 2 ὀνείδιζε3 ὀνειδιζέτω | Plural2 ὀνειδίζετε3 ὀνειδιζόντων |
Future | Singular 1 ὀνειδίσω2 ὀνειδίσεις3 ὀνειδίσει | Plural1 ὀνειδίσομεν2 ὀνειδίσετε3 ὀνειδίσουσι |
Aorist | Singular 1 ὠνείδισα2 ὠνείδισας3 ὠνείδισεν | Plural1 ὠνειδίσαμεν2 ὠνειδίσατε3 ὠνείδισαν |
Aorist subjunctive | Singular 1 ὀνειδίσω2 ὀνειδίσῃς3 ὀνειδίσῃ | Plural1 ὀνειδίσωμεν2 ὀνειδίσητε3 ὀνειδίσωσι |
Perfectum | Singular 1 ὠνείδικα2 ὠνείδικας3 ὠνείδικεν | Plural1 ὠνειδίκαμεν2 ὠνειδίκατε3 ὠνειδίκασι |
Pluperfect | Singular 1 ὠνειδίκειν2 ὠνειδίκεις3 ὠνειδίκει | Plural1 ὠνειδίκεμεν2 ὠνειδίκετε3 ὠνειδίκεσαν |
Future optative | Singular 1 ὀνειδίσοιμι2 ὀνειδίσοις3 ὀνειδίσοι | Plural1 ὀνειδίσοιμεν2 ὀνειδίσοιτε3 ὀνειδίσοιεν |
Aorist optative | Singular 1 ὀνειδίσαιμι2 ὀνειδίσαις3 ὀνειδίσαι | Plural1 ὀνειδίσαιμεν2 ὀνειδίσαιτε3 ὀνειδίσαιεν |
Perfect subjunctive | Singular 1 ὠνειδίκω2 ὠνειδίκῃς3 ὠνειδίκῃ | Plural1 ὠνειδίκωμεν2 ὠνειδίκητε3 ὠνειδίκωσι |
Perfect optative | Singular 1 ὠνειδίκοιμι2 ὠνειδίκοις3 ὠνειδίκοι | Plural1 ὠνειδίκοιμεν2 ὠνειδίκοιτε3 ὠνειδίκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: ὀνειδίζεινFuture infinitive: ὀνειδίσεινAorist infinitive: ὀνειδίσαιPerfect infinitive: ὠνειδικέναι
Participles:Present participle: ὀνειδίζωνFuture participle: ὀνειδίσωνAorist participle: ὀνειδίσαςPerfect participle: ὠνειδικώς