| Present | |
| Singular 1 ἀκολουθῶ2 ἀκολουθεῖς3 ἀκολουθεῖ | Plural1 ἀκολουθοῦμεν2 ἀκολουθεῖτε3 ἀκολουθοῦσι |
| Imperfect | Singular 1 ἠκολούθουν2 ἠκολούθεις3 ἠκολούθει | Plural1 ἠκολουθοῦμεν2 ἠκολουθεῖτε3 ἠκολούθουν |
| Subjunctive | Singular 1 ἀκολουθῶ2 ἀκολουθῃς3 ἀκολουθῃ | Plural1 ἀκολουθῶμεν2 ἀκολουθητε3 ἀκολουθῶσι |
| Optative | Singular 1 ἀκολουθοίην2 ἀκολουθοίης3 ἀκολουθοίη | Plural1 ἀκολουθοῖμεν2 ἀκολουθοῖτε3 ἀκολουθοῖεν |
| Imperative | Singular 2 ἀκολούθει3 ἀκολουθείτω | Plural2 ἀκολουθεῖτε3 ἀκολουθούντων |
| Future | Singular 1 ἀκολουθήσω2 ἀκολουθήσεις3 ἀκολουθήσει | Plural1 ἀκολουθήσομεν2 ἀκολουθήσετε3 ἀκολουθήσουσι |
| Aorist | Singular 1 ἠκολούθησα2 ἠκολούθησας3 ἠκολούθησεν | Plural1 ἠκολουθήσαμεν2 ἠκολουθήσατε3 ἠκολούθησαν |
| Aorist subjunctive | Singular 1 ἀκολουθήσω2 ἀκολουθήσῃς3 ἀκολουθήσῃ | Plural1 ἀκολουθήσωμεν2 ἀκολουθήσητε3 ἀκολουθήσωσι |
| Perfectum | Singular 1 ἠκολούθηκα2 ἠκολούθηκας3 ἠκολούθηκεν | Plural1 ἠκολουθήκαμεν2 ἠκολουθήκατε3 ἠκολουθήκασι |
| Pluperfect | Singular 1 ἠκολουθήκειν2 ἠκολουθήκεις3 ἠκολουθήκει | Plural1 ἠκολουθήκεμεν2 ἠκολουθήκετε3 ἠκολουθήκεσαν |
| Future optative | Singular 1 ἀκολουθήσοιμι2 ἀκολουθήσοις3 ἀκολουθήσοι | Plural1 ἀκολουθήσοιμεν2 ἀκολουθήσοιτε3 ἀκολουθήσοιεν |
| Aorist optative | Singular 1 ἀκολουθήσαιμι2 ἀκολουθήσαις3 ἀκολουθήσαι | Plural1 ἀκολουθήσαιμεν2 ἀκολουθήσαιτε3 ἀκολουθήσαιεν |
| Perfect subjunctive | Singular 1 ἠκολουθήκω2 ἠκολουθήκῃς3 ἠκολουθήκῃ | Plural1 ἠκολουθήκωμεν2 ἠκολουθήκητε3 ἠκολουθήκωσι |
| Perfect optative | Singular 1 ἠκολουθήκοιμι2 ἠκολουθήκοις3 ἠκολουθήκοι | Plural1 ἠκολουθήκοιμεν2 ἠκολουθήκοιτε3 ἠκολουθήκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: ἀκολουθεῖνFuture infinitive: ἀκολουθήσεινAorist infinitive: ἀκολουθῆσαιPerfect infinitive: ἠκολουθηκέναι
Participles:Present participle: ἀκολουθῶνFuture participle: ἀκολουθήσωνAorist participle: ἀκολουθήσαςPerfect participle: ἠκολουθηκώς