ἀγοράζω

- conjugation of the verb ἀγοράζω in Ancient Greek

Main form ἀγοράζω
















Present
Singular
1 ἀγοράζω
2 ἀγοράζεις
3 ἀγοράζει
Plural
1 ἀγοράζομεν
2 ἀγοράζετε
3 ἀγοράζουσι

Imperfect
Singular
1 ἠγόραζον
2 ἠγόραζες
3 ἠγόραζε
Plural
1 ἠγοράζομεν
2 ἠγοράζετε
3 ἠγόραζον

Subjunctive
Singular
1 ἀγοράζω
2 ἀγοράζῃς
3 ἀγοράζῃ
Plural
1 ἀγοράζωμεν
2 ἀγοράζητε
3 ἀγοράζωσι

Optative
Singular
1 ἀγοράζοιμι
2 ἀγοράζοις
3 ἀγοράζοι
Plural
1 ἀγοράζοιμεν
2 ἀγοράζοιτε
3 ἀγοράζοιεν

Imperative
Singular
2 ἀγόραζε
3 ἀγοραζέτω
Plural
2 ἀγοράζετε
3 ἀγοραζόντων

Future
Singular
1 ἀγοράσω
2 ἀγοράσεις
3 ἀγοράσει
Plural
1 ἀγοράσομεν
2 ἀγοράσετε
3 ἀγοράσουσι

Aorist
Singular
1 ἠγόρασα
2 ἠγόρασας
3 ἠγόρασεν
Plural
1 ἠγοράσαμεν
2 ἠγοράσατε
3 ἠγόρασαν

Aorist subjunctive
Singular
1 ἀγοράσω
2 ἀγοράσῃς
3 ἀγοράσῃ
Plural
1 ἀγοράσωμεν
2 ἀγοράσητε
3 ἀγοράσωσι

Perfectum
Singular
1 ἠγόρακα
2 ἠγόρακας
3 ἠγόρακεν
Plural
1 ἠγοράκαμεν
2 ἠγοράκατε
3 ἠγοράκασι

Pluperfect
Singular
1 ἠγοράκειν
2 ἠγοράκεις
3 ἠγοράκει
Plural
1 ἠγοράκεμεν
2 ἠγοράκετε
3 ἠγοράκεσαν

Future optative
Singular
1 ἀγοράσοιμι
2 ἀγοράσοις
3 ἀγοράσοι
Plural
1 ἀγοράσοιμεν
2 ἀγοράσοιτε
3 ἀγοράσοιεν

Aorist optative
Singular
1 ἀγοράσαιμι
2 ἀγοράσαις
3 ἀγοράσαι
Plural
1 ἀγοράσαιμεν
2 ἀγοράσαιτε
3 ἀγοράσαιεν

Perfect subjunctive
Singular
1 ἠγοράκω
2 ἠγοράκῃς
3 ἠγοράκῃ
Plural
1 ἠγοράκωμεν
2 ἠγοράκητε
3 ἠγοράκωσι

Perfect optative
Singular
1 ἠγοράκοιμι
2 ἠγοράκοις
3 ἠγοράκοι
Plural
1 ἠγοράκοιμεν
2 ἠγοράκοιτε
3 ἠγοράκοιεν

Infinitives:
Present infinitive: ἀγοράζειν
Future infinitive: ἀγοράσειν
Aorist infinitive:  ἀγοράσαι
Perfect infinitive: ἠγορακέναι

Participles:
Present participle: ἀγοράζων
Future participle: ἀγοράσων
Aorist participle:  ἀγοράσας
Perfect participle: ἠγορακώς

List of Ancient Greek verbs