προσκυνέω

- conjugation of the verb προσκυνέω in Ancient Greek

Main form προσκυνέω







Present
Singular
1 προσκυνῶ
2 προσκυνεῖς
3 προσκυνεῖ
Plural
1 προσκυνοῦμεν
2 προσκυνεῖτε
3 προσκυνοῦσι

Imperfect
Singular
1 προσεκύνουν
2 προσεκύνεις
3 προσεκύνει
Plural
1 προσεκυνοῦμεν
2 προσεκυνεῖτε
3 προσεκύνουν

Subjunctive
Singular
1 προσκυνῶ
2 προσκυνῃς
3 προσκυνῃ
Plural
1 προσκυνῶμεν
2 προσκυνητε
3 προσκυνῶσι

Optative
Singular
1 προσκυνοίην
2 προσκυνοίης
3 προσκυνοίη
Plural
1 προσκυνοῖμεν
2 προσκυνοῖτε
3 προσκυνοῖεν

Imperative
Singular
2 προσκύνει
3 προσκυνείτω
Plural
2 προσκυνεῖτε
3 προσκυνούντων

Infinitives:
Present infinitive: προσκυνεῖν

Participles:
Present participle: προσκυνῶν

List of Ancient Greek verbs