νηστεύω

- conjugation of the verb νηστεύω in Ancient Greek

Main form νηστεύω

















Present
Singular
1 νηστεύω
2 νηστεύεις
3 νηστεύει
Plural
1 νηστεύομεν
2 νηστεύετε
3 νηστεύουσι

Imperfect
Singular
1 ἐνήστευον
2 ἐνήστευες
3 ἐνήστευε
Plural
1 ἐνηστεύομεν
2 ἐνηστεύετε
3 ἐνήστευον

Subjunctive
Singular
1 νηστεύω
2 νηστεύῃς
3 νηστεύῃ
Plural
1 νηστεύωμεν
2 νηστεύητε
3 νηστεύωσι

Optative
Singular
1 νηστεύοιμι
2 νηστεύοις
3 νηστεύοι
Plural
1 νηστεύοιμεν
2 νηστεύοιτε
3 νηστεύοιεν

Imperative
Singular
2 νήστευε
3 νηστευέτω
Plural
2 νηστεύετε
3 νηστευόντων

Future
Singular
1 νηστεύσω
2 νηστεύσεις
3 νηστεύσει
Plural
1 νηστεύσομεν
2 νηστεύσετε
3 νηστεύσουσι

Aorist
Singular
1 ἐνήστευσα
2 ἐνήστευσας
3 ἐνήστευσεν
Plural
1 ἐνηστεύσαμεν
2 ἐνηστεύσατε
3 ἐνήστευσαν

Aorist subjunctive
Singular
1 νηστεύσω
2 νηστεύσῃς
3 νηστεύσῃ
Plural
1 νηστεύσωμεν
2 νηστεύσητε
3 νηστεύσωσι

Aorist imperative
Singular
2 νήστευσον
3 νηστευσάτω
Plural
2 νηστεύσατε
3 νηστευσάντων

Perfectum
Singular
1 νενήστευκα
2 νενήστευκας
3 νενήστευκεν
Plural
1 νενηστεύκαμεν
2 νενηστεύκατε
3 νενηστεύκασι

Pluperfect
Singular
1 ἐνενηστεύκειν
2 ἐνενηστεύκεις
3 ἐνενηστεύκει
Plural
1 ἐνενηστεύκεμεν
2 ἐνενηστεύκετε
3 ἐνενηστεύκεσαν

Future optative
Singular
1 νηστεύσοιμι
2 νηστεύσοις
3 νηστεύσοι
Plural
1 νηστεύσοιμεν
2 νηστεύσοιτε
3 νηστεύσοιεν

Aorist optative
Singular
1 νηστεύσαιμι
2 νηστεύσαις
3 νηστεύσαι
Plural
1 νηστεύσαιμεν
2 νηστεύσαιτε
3 νηστεύσαιεν

Perfect subjunctive
Singular
1 νενηστεύκω
2 νενηστεύκῃς
3 νενηστεύκῃ
Plural
1 νενηστεύκωμεν
2 νενηστεύκητε
3 νενηστεύκωσι

Perfect optative
Singular
1 νενηστεύκοιμι
2 νενηστεύκοις
3 νενηστεύκοι
Plural
1 νενηστεύκοιμεν
2 νενηστεύκοιτε
3 νενηστεύκοιεν

Infinitives:
Present infinitive: νηστεύειν
Future infinitive: νηστεύσειν
Aorist infinitive:  νηστεῦσαι
Perfect infinitive: νενηστευκέναι

Participles:
Present participle: νηστεύων
Future participle: νηστεύσων
Aorist participle:  νηστεύσας
Perfect participle: νενηστευκώς

List of Ancient Greek verbs