δουλεύω

- conjugation of the verb δουλεύω in Ancient Greek

Main form δουλεύω

















Present
Singular
1 δουλεύω
2 δουλεύεις
3 δουλεύει
Plural
1 δουλεύομεν
2 δουλεύετε
3 δουλεύουσι

Imperfect
Singular
1 ἐδούλευον
2 ἐδούλευες
3 ἐδούλευε
Plural
1 ἐδουλεύομεν
2 ἐδουλεύετε
3 ἐδούλευον

Subjunctive
Singular
1 δουλεύω
2 δουλεύῃς
3 δουλεύῃ
Plural
1 δουλεύωμεν
2 δουλεύητε
3 δουλεύωσι

Optative
Singular
1 δουλεύοιμι
2 δουλεύοις
3 δουλεύοι
Plural
1 δουλεύοιμεν
2 δουλεύοιτε
3 δουλεύοιεν

Imperative
Singular
2 δούλευε
3 δουλευέτω
Plural
2 δουλεύετε
3 δουλευόντων

Future
Singular
1 δουλεύσω
2 δουλεύσεις
3 δουλεύσει
Plural
1 δουλεύσομεν
2 δουλεύσετε
3 δουλεύσουσι

Aorist
Singular
1 ἐδούλευσα
2 ἐδούλευσας
3 ἐδούλευσεν
Plural
1 ἐδουλεύσαμεν
2 ἐδουλεύσατε
3 ἐδούλευσαν

Aorist subjunctive
Singular
1 δουλεύσω
2 δουλεύσῃς
3 δουλεύσῃ
Plural
1 δουλεύσωμεν
2 δουλεύσητε
3 δουλεύσωσι

Aorist imperative
Singular
2 δούλευσον
3 δουλευσάτω
Plural
2 δουλεύσατε
3 δουλευσάντων

Perfectum
Singular
1 δεδούλευκα
2 δεδούλευκας
3 δεδούλευκεν
Plural
1 δεδουλεύκαμεν
2 δεδουλεύκατε
3 δεδουλεύκασι

Pluperfect
Singular
1 ἐδεδουλεύκειν
2 ἐδεδουλεύκεις
3 ἐδεδουλεύκει
Plural
1 ἐδεδουλεύκεμεν
2 ἐδεδουλεύκετε
3 ἐδεδουλεύκεσαν

Future optative
Singular
1 δουλεύσοιμι
2 δουλεύσοις
3 δουλεύσοι
Plural
1 δουλεύσοιμεν
2 δουλεύσοιτε
3 δουλεύσοιεν

Aorist optative
Singular
1 δουλεύσαιμι
2 δουλεύσαις
3 δουλεύσαι
Plural
1 δουλεύσαιμεν
2 δουλεύσαιτε
3 δουλεύσαιεν

Perfect subjunctive
Singular
1 δεδουλεύκω
2 δεδουλεύκῃς
3 δεδουλεύκῃ
Plural
1 δεδουλεύκωμεν
2 δεδουλεύκητε
3 δεδουλεύκωσι

Perfect optative
Singular
1 δεδουλεύκοιμι
2 δεδουλεύκοις
3 δεδουλεύκοι
Plural
1 δεδουλεύκοιμεν
2 δεδουλεύκοιτε
3 δεδουλεύκοιεν

Infinitives:
Present infinitive: δουλεύειν
Future infinitive: δουλεύσειν
Aorist infinitive:  δουλεῦσαι
Perfect infinitive: δεδουλευκέναι

Participles:
Present participle: δουλεύων
Future participle: δουλεύσων
Aorist participle:  δουλεύσας
Perfect participle: δεδουλευκώς

List of Ancient Greek verbs