Present | |
Singular 1 δοκιμάζω2 δοκιμάζεις3 δοκιμάζει | Plural1 δοκιμάζομεν2 δοκιμάζετε3 δοκιμάζουσι |
Imperfect | Singular 1 ἐδοκίμαζον2 ἐδοκίμαζες3 ἐδοκίμαζε | Plural1 ἐδοκιμάζομεν2 ἐδοκιμάζετε3 ἐδοκίμαζον |
Subjunctive | Singular 1 δοκιμάζω2 δοκιμάζῃς3 δοκιμάζῃ | Plural1 δοκιμάζωμεν2 δοκιμάζητε3 δοκιμάζωσι |
Optative | Singular 1 δοκιμάζοιμι2 δοκιμάζοις3 δοκιμάζοι | Plural1 δοκιμάζοιμεν2 δοκιμάζοιτε3 δοκιμάζοιεν |
Imperative | Singular 2 δοκίμαζε3 δοκιμαζέτω | Plural2 δοκιμάζετε3 δοκιμαζόντων |
Future | Singular 1 δοκιμάσω2 δοκιμάσεις3 δοκιμάσει | Plural1 δοκιμάσομεν2 δοκιμάσετε3 δοκιμάσουσι |
Aorist | Singular 1 ἐδοκίμασα2 ἐδοκίμασας3 ἐδοκίμασεν | Plural1 ἐδοκιμάσαμεν2 ἐδοκιμάσατε3 ἐδοκίμασαν |
Aorist subjunctive | Singular 1 δοκιμάσω2 δοκιμάσῃς3 δοκιμάσῃ | Plural1 δοκιμάσωμεν2 δοκιμάσητε3 δοκιμάσωσι |
Aorist imperative | Singular 2 δοκίμασον3 δοκιμασάτω | Plural2 δοκιμάσατε3 δοκιμασάντων |
Perfectum | Singular 1 δεδοκίμακα2 δεδοκίμακας3 δεδοκίμακεν | Plural1 δεδοκιμάκαμεν2 δεδοκιμάκατε3 δεδοκιμάκασι |
Pluperfect | Singular 1 ἐδεδοκιμάκειν2 ἐδεδοκιμάκεις3 ἐδεδοκιμάκει | Plural1 ἐδεδοκιμάκεμεν2 ἐδεδοκιμάκετε3 ἐδεδοκιμάκεσαν |
Future optative | Singular 1 δοκιμάσοιμι2 δοκιμάσοις3 δοκιμάσοι | Plural1 δοκιμάσοιμεν2 δοκιμάσοιτε3 δοκιμάσοιεν |
Aorist optative | Singular 1 δοκιμάσαιμι2 δοκιμάσαις3 δοκιμάσαι | Plural1 δοκιμάσαιμεν2 δοκιμάσαιτε3 δοκιμάσαιεν |
Perfect subjunctive | Singular 1 δεδοκιμάκω2 δεδοκιμάκῃς3 δεδοκιμάκῃ | Plural1 δεδοκιμάκωμεν2 δεδοκιμάκητε3 δεδοκιμάκωσι |
Perfect optative | Singular 1 δεδοκιμάκοιμι2 δεδοκιμάκοις3 δεδοκιμάκοι | Plural1 δεδοκιμάκοιμεν2 δεδοκιμάκοιτε3 δεδοκιμάκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: δοκιμάζεινFuture infinitive: δοκιμάσεινAorist infinitive: δοκιμάσαιPerfect infinitive: δεδοκιμακέναι
Participles:Present participle: δοκιμάζωνFuture participle: δοκιμάσωνAorist participle: δοκιμάσαςPerfect participle: δεδοκιμακώς