Present | |
Singular 1 δειγματίζω2 δειγματίζεις3 δειγματίζει | Plural1 δειγματίζομεν2 δειγματίζετε3 δειγματίζουσι |
Imperfect | Singular 1 ἐδειγμάτιζον2 ἐδειγμάτιζες3 ἐδειγμάτιζε | Plural1 ἐδειγματίζομεν2 ἐδειγματίζετε3 ἐδειγμάτιζον |
Subjunctive | Singular 1 δειγματίζω2 δειγματίζῃς3 δειγματίζῃ | Plural1 δειγματίζωμεν2 δειγματίζητε3 δειγματίζωσι |
Optative | Singular 1 δειγματίζοιμι2 δειγματίζοις3 δειγματίζοι | Plural1 δειγματίζοιμεν2 δειγματίζοιτε3 δειγματίζοιεν |
Imperative | Singular 2 δειγμάτιζε3 δειγματιζέτω | Plural2 δειγματίζετε3 δειγματιζόντων |
Future | Singular 1 δειγματίσω2 δειγματίσεις3 δειγματίσει | Plural1 δειγματίσομεν2 δειγματίσετε3 δειγματίσουσι |
Aorist | Singular 1 ἐδειγμάτισα2 ἐδειγμάτισας3 ἐδειγμάτισεν | Plural1 ἐδειγματίσαμεν2 ἐδειγματίσατε3 ἐδειγμάτισαν |
Aorist subjunctive | Singular 1 δειγματίσω2 δειγματίσῃς3 δειγματίσῃ | Plural1 δειγματίσωμεν2 δειγματίσητε3 δειγματίσωσι |
Aorist imperative | Singular 2 δειγμάτισον3 δειγματισάτω | Plural2 δειγματίσατε3 δειγματισάντων |
Perfectum | Singular 1 δεδειγμάτικα2 δεδειγμάτικας3 δεδειγμάτικεν | Plural1 δεδειγματίκαμεν2 δεδειγματίκατε3 δεδειγματίκασι |
Pluperfect | Singular 1 ἐδεδειγματίκειν2 ἐδεδειγματίκεις3 ἐδεδειγματίκει | Plural1 ἐδεδειγματίκεμεν2 ἐδεδειγματίκετε3 ἐδεδειγματίκεσαν |
Future optative | Singular 1 δειγματίσοιμι2 δειγματίσοις3 δειγματίσοι | Plural1 δειγματίσοιμεν2 δειγματίσοιτε3 δειγματίσοιεν |
Aorist optative | Singular 1 δειγματίσαιμι2 δειγματίσαις3 δειγματίσαι | Plural1 δειγματίσαιμεν2 δειγματίσαιτε3 δειγματίσαιεν |
Perfect subjunctive | Singular 1 δεδειγματίκω2 δεδειγματίκῃς3 δεδειγματίκῃ | Plural1 δεδειγματίκωμεν2 δεδειγματίκητε3 δεδειγματίκωσι |
Perfect optative | Singular 1 δεδειγματίκοιμι2 δεδειγματίκοις3 δεδειγματίκοι | Plural1 δεδειγματίκοιμεν2 δεδειγματίκοιτε3 δεδειγματίκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: δειγματίζεινFuture infinitive: δειγματίσεινAorist infinitive: δειγματίσαιPerfect infinitive: δεδειγματικέναι
Participles:Present participle: δειγματίζωνFuture participle: δειγματίσωνAorist participle: δειγματίσαςPerfect participle: δεδειγματικώς