δειγματίζω

- conjugation of the verb δειγματίζω in Ancient Greek

Main form δειγματίζω

















Present
Singular
1 δειγματίζω
2 δειγματίζεις
3 δειγματίζει
Plural
1 δειγματίζομεν
2 δειγματίζετε
3 δειγματίζουσι

Imperfect
Singular
1 ἐδειγμάτιζον
2 ἐδειγμάτιζες
3 ἐδειγμάτιζε
Plural
1 ἐδειγματίζομεν
2 ἐδειγματίζετε
3 ἐδειγμάτιζον

Subjunctive
Singular
1 δειγματίζω
2 δειγματίζῃς
3 δειγματίζῃ
Plural
1 δειγματίζωμεν
2 δειγματίζητε
3 δειγματίζωσι

Optative
Singular
1 δειγματίζοιμι
2 δειγματίζοις
3 δειγματίζοι
Plural
1 δειγματίζοιμεν
2 δειγματίζοιτε
3 δειγματίζοιεν

Imperative
Singular
2 δειγμάτιζε
3 δειγματιζέτω
Plural
2 δειγματίζετε
3 δειγματιζόντων

Future
Singular
1 δειγματίσω
2 δειγματίσεις
3 δειγματίσει
Plural
1 δειγματίσομεν
2 δειγματίσετε
3 δειγματίσουσι

Aorist
Singular
1 ἐδειγμάτισα
2 ἐδειγμάτισας
3 ἐδειγμάτισεν
Plural
1 ἐδειγματίσαμεν
2 ἐδειγματίσατε
3 ἐδειγμάτισαν

Aorist subjunctive
Singular
1 δειγματίσω
2 δειγματίσῃς
3 δειγματίσῃ
Plural
1 δειγματίσωμεν
2 δειγματίσητε
3 δειγματίσωσι

Aorist imperative
Singular
2 δειγμάτισον
3 δειγματισάτω
Plural
2 δειγματίσατε
3 δειγματισάντων

Perfectum
Singular
1 δεδειγμάτικα
2 δεδειγμάτικας
3 δεδειγμάτικεν
Plural
1 δεδειγματίκαμεν
2 δεδειγματίκατε
3 δεδειγματίκασι

Pluperfect
Singular
1 ἐδεδειγματίκειν
2 ἐδεδειγματίκεις
3 ἐδεδειγματίκει
Plural
1 ἐδεδειγματίκεμεν
2 ἐδεδειγματίκετε
3 ἐδεδειγματίκεσαν

Future optative
Singular
1 δειγματίσοιμι
2 δειγματίσοις
3 δειγματίσοι
Plural
1 δειγματίσοιμεν
2 δειγματίσοιτε
3 δειγματίσοιεν

Aorist optative
Singular
1 δειγματίσαιμι
2 δειγματίσαις
3 δειγματίσαι
Plural
1 δειγματίσαιμεν
2 δειγματίσαιτε
3 δειγματίσαιεν

Perfect subjunctive
Singular
1 δεδειγματίκω
2 δεδειγματίκῃς
3 δεδειγματίκῃ
Plural
1 δεδειγματίκωμεν
2 δεδειγματίκητε
3 δεδειγματίκωσι

Perfect optative
Singular
1 δεδειγματίκοιμι
2 δεδειγματίκοις
3 δεδειγματίκοι
Plural
1 δεδειγματίκοιμεν
2 δεδειγματίκοιτε
3 δεδειγματίκοιεν

Infinitives:
Present infinitive: δειγματίζειν
Future infinitive: δειγματίσειν
Aorist infinitive:  δειγματίσαι
Perfect infinitive: δεδειγματικέναι

Participles:
Present participle: δειγματίζων
Future participle: δειγματίσων
Aorist participle:  δειγματίσας
Perfect participle: δεδειγματικώς

List of Ancient Greek verbs