Present | |
Singular 1 γνωρίζω2 γνωρίζεις3 γνωρίζει | Plural1 γνωρίζομεν2 γνωρίζετε3 γνωρίζουσι |
Subjunctive | Singular 1 γνωρίζω2 γνωρίζῃς3 γνωρίζῃ | Plural1 γνωρίζωμεν2 γνωρίζητε3 γνωρίζωσι |
Optative | Singular 1 γνωρίζοιμι2 γνωρίζοις3 γνωρίζοι | Plural1 γνωρίζοιμεν2 γνωρίζοιτε3 γνωρίζοιεν |
Future | Singular 1 γνωρίσω2 γνωρίσεις3 γνωρίσει | Plural1 γνωρίσομεν2 γνωρίσετε3 γνωρίσουσι |
Aorist | Singular 1 ἐγνώρισα2 ἐγνώρισας3 ἐγνώρισεν | Plural1 ἐγνωρίσαμεν2 ἐγνωρίσατε3 ἐγνώρισαν |
Aorist subjunctive | Singular 1 γνωρίσω2 γνωρίσῃς3 γνωρίσῃ | Plural1 γνωρίσωμεν2 γνωρίσητε3 γνωρίσωσι |
Aorist imperative | Singular 2 γνώρισον3 γνωρισάτω | Plural2 γνωρίσατε3 γνωρισάντων |
Perfectum | Singular 1 γεγνώρικα2 γεγνώρικας3 γεγνώρικεν | Plural1 γεγνωρίκαμεν2 γεγνωρίκατε3 γεγνωρίκασι |
Pluperfect | Singular 1 ἐγεγνωρίκειν2 ἐγεγνωρίκεις3 ἐγεγνωρίκει | Plural1 ἐγεγνωρίκεμεν2 ἐγεγνωρίκετε3 ἐγεγνωρίκεσαν |
Future optative | Singular 1 γνωρίσοιμι2 γνωρίσοις3 γνωρίσοι | Plural1 γνωρίσοιμεν2 γνωρίσοιτε3 γνωρίσοιεν |
Aorist optative | Singular 1 γνωρίσαιμι2 γνωρίσαις3 γνωρίσαι | Plural1 γνωρίσαιμεν2 γνωρίσαιτε3 γνωρίσαιεν |
Perfect subjunctive | Singular 1 γεγνωρίκω2 γεγνωρίκῃς3 γεγνωρίκῃ | Plural1 γεγνωρίκωμεν2 γεγνωρίκητε3 γεγνωρίκωσι |
Perfect optative | Singular 1 γεγνωρίκοιμι2 γεγνωρίκοις3 γεγνωρίκοι | Plural1 γεγνωρίκοιμεν2 γεγνωρίκοιτε3 γεγνωρίκοιεν |
Infinitives:Present infinitive: γνωρίζεινFuture infinitive: γνωρίσεινAorist infinitive: γνωρίσαιPerfect infinitive: γεγνωρικέναι
Participles:Present participle: γνωρίζωνFuture participle: γνωρίσωνAorist participle: γνωρίσαςPerfect participle: γεγνωρικώς